Κωακός

Κωακός
Κῳακός, -ή, -όν (Α) [Κως]
1. αυτός που κατάγεται από τη νήσο Κω
2. φρ. «Κῳακαὶ προγνώσεις» ή «αἱ Κῳακαί» — τίτλος έργου τού Ιπποκράτους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”